νεοαρδής

νεοαρδής
νεο-αρδής, ές (ἄρδω): freshly watered, Il. 21.346†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεοαρδής — νεοαρδής, ές (Α) αυτός που έχει ποτιστεί πρόσφατα («ὡς δ ὅτ ὀπωρινὸς Βορέης νεοαρδὲ ἀλωὴν αἶψ ἀγξηράνῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αρδής (< ἄρδω «ποτίζω»), πρβλ. ευ αρδής] …   Dictionary of Greek

  • νεοαρδής — newly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοαρδέα — νεοαρδής newly neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νεοαρδής newly masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοαρδοῦς — νεοαρδής newly masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοαρδέ' — νεοαρδέα , νεοαρδής newly neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νεοαρδέα , νεοαρδής newly masc/fem acc sg (epic ionic) νεοαρδέϊ , νεοαρδής newly dat sg (epic) νεοαρδέε , νεοαρδής newly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”